αγναντίζω — [αγνάντια] βλ. αγναντιάζω … Dictionary of Greek
απαγνάντια — αγνάντια, απέναντι … Dictionary of Greek
ανάγναντα — και άγναντα επίρρ. απέναντι, αγνάντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγνάντια με μεταπλασμό, καθώς και άγναντα < αγνάντια] … Dictionary of Greek
Agnandia — Αγναντιά … Deutsch Wikipedia
άγναντος — η, ο, [αγνάντια] ορατός από παντού, περίοπτος … Dictionary of Greek
έναντι — (AM ἔναντι) επίρρ. απέναντι, αντίκρυ, αγνάντια, ενώπιον («ἰδού ἡ γυνή σου ἔναντί σου», ΠΔ Γέν.) νεοελλ. 1. εν συγκρίσει, σχετικά με 2. (λογιστ.) απέναντι, σε αντίκρισμα («έδωσε μια προκαταβολή έναντι όλου τού ποσού», «έναντι λογαριασμού») … Dictionary of Greek
αγνάντι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 490 μ., 43 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλιδίου. * * * επίρρ. βλ. αγνάντια … Dictionary of Greek
αγνάντιος — α, ο [επίρρ. αγνάντια] 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρινός, αντικριστός 2. το ουδ. ως ουσ. το αγνάντιο α) θέα από μακριά, αγνάντεμα β) ύψωμα από όπου βλέπει κανείς τη γύρω περιοχή … Dictionary of Greek
αγναντερός — ή, ό 1. (για τόπο) αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να επισκοπεί τον χώρο 2. ο ορατός από παντού, περίοπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αγνάντια + παραγ. κατάλ. ερός] … Dictionary of Greek
αγναντεύω — βλέπω, παρατηρώ κάτι από μακριά και συνήθως από ψηλά, ατενίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αγνάντια. ΠΑΡ. αγνάντεμα] … Dictionary of Greek